μοιρόγραφτο

μοιρόγραφτο
το
το γραμμένο από τη μοίρα, το κισμέτι: Το μοιρόγραφτο δεν το ξέρεις ποτέ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μοιρόγραφτος — η, ο [μοιρογράφω] 1. προσδιορισμένος, γραμμένος από τη Μοίρα, πεπρωμένος, μοιραίος 2. το ουδ. ως ουσ. το μοιρόγραφτο το πεπρωμένο …   Dictionary of Greek

  • μοιρόγραφτος — η, ο ο γραφτός από τη μοίρα, ο προκαθορισμένος, ο πεπρωμένος: Το μοιρόγραφτο τέλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”